μούσκλι

μούσκλι
και μούσκλο και μούσκουλο, το και μούσκουλη, η
ονομασία διαφόρων ειδών βρύων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *μούσκλ-ιον < μούσκλη < *μούσκλος < λατ. musculus «μικρό ποντίκι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μούσκλι — το το μούσκλο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουσκλιάζω — [μούσκλι] 1. γεμίζω μούσκλια 2. γίνομαι σκυθρωπός, κατσουφιάζω …   Dictionary of Greek

  • μουσκώ — μουσκῶ (Μ) κατσουφιάζω από τη στενοχώρια μου, σκοτεινιάζει η όψη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *μοῦσκος / *μοῦσκο (< ιταλ. musco «βρύο»), πρβλ. μούσκλι > μουσκλιάζω] …   Dictionary of Greek

  • μούσκουλο — το 1. το μούσκλι 2. το σάρκινο και ινώδες μέρος τού σώματος τών θηλαστικών, ο μυς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. musculus «μικρό ποντίκι»] …   Dictionary of Greek

  • Εβραιόκαστρο — Ονομασία πολλών κάστρων κυρίως στη νησιωτική Ελλάδα (Άνδρο, Κύθνο, Πάρο, Αμοργό, Τήνο, Λήμνο κ.α.), όπου απαντά με διάφορους τύπους: Εβριόκαστρο, Οβρεόκαστρο, Οβριόκαστρο, Βριόκαστρο, Βριγιόκαστρο. Η ονομασία Ε. έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις… …   Dictionary of Greek

  • μούσκλο — το το βρύο, το μούσκλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”